- ποίμνη
- ποίμνη: flock, pl., Od. 9.122†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ποίμνη — flock fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμνῃ — ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμνη — Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 45 μ.) στην πρώην επαρχία Ξάνθης, του ομώνυμου νομού. * * * η, ΝΜΑ 1. πλήθος βοσκημάτων, κυρίως προβάτων, τα οποία επιβλέπει ο ποιμένας, ποίμνιο, κοπάδι 2. εκκλ. το σύνολο τών πιστών στον Χριστό αρχ. 1. αγέλη ζώων 2 … Dictionary of Greek
ποίμνη — η βλ. ποίμνιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποίμνηι — ποίμνῃ , ποίμνη flock fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνᾶν — ποίμνη flock fem gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποιμνῶν — ποίμνη flock fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποῖμναι — ποίμνη flock fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναιν — ποίμνη flock fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναις — ποίμνη flock fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποίμναισι — ποίμνη flock fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)